Η τιμή των καυσίμων στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με ό,τι ίσχυε πριν από τρία χρόνια, αλλά η χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται στην 11η θέση με τις πιο ακριβές τιμές, σύμφωνα με την κατάταξη του Globalpetrolprices. Η μέση πανελλαδική τιμή της απλής αμόλυβδης διαμορφώνεται στα 1,751 ευρώ το λίτρο και του πετρελαίου κίνησης στα 1,546 ευρώ το λίτρο, την ώρα που σε χώρες με αισθητά υψηλότερα εισοδήματα, όπως είναι η Γερμανία ή το Βέλγιο είναι 20 λεπτά φθηνότερα.
Βασική αιτία των υψηλών τιμών στην εγχώρια αγορά παραμένουν οι φόροι και οι δασμοί που αντιπροσωπεύουν το 60% της τελικής τιμής στην αντλία, κάτι που σημαίνει ότι ακόμη και εάν έπεφτε δραματικά η διεθνής τιμή του Brent και πάλι, στη χώρα μας, οι τιμές θα παρέμεναν συγκριτικά υψηλής καθώς αυτό θα επηρέαζε μόνο το 40% της τιμής.
Αναλύοντας την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική και τη διεθνή αγορά καυσίμων, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΙΝΟΙΛ, Γιάννης Αληγιζάκης, μιλώντας στη Γενική Συνέλευση της εταιρείας την Πέμπτη, επεσήμανε ότι τα καύσιμα στην ελληνική αγορά είναι ακριβά και αυτό οφείλεται στην υψηλή φορολογία. Όπως εξήγησε, ακόμη και εάν εξαλείφονταν όλα τα κόστη, δηλαδή το κόστος του καυσίμου, τα μεταφορικά από τη χώρα εισαγωγής την Ελλάδα και τα μεταφορικά προς τα πρατήρια και πάλι οι Έλληνες καταναλωτές θα πλήρωναν πάνω από 1 ευρώ για τη βενζίνη, κάτι που οφείλεται στην υψηλή φορολογία η οποία φθάνει στο 60%.
Κάθε φορά που αυξάνονται οι τιμές, το κράτος αποκομίζει κέρδος λόγω του ΦΠΑ που είναι στο 24% ενώ οι εταιρείες καυσίμων, έχοντας 6,5% περιθώριο κέρδους, δεν έχουν περιθώρια ελιγμών. Το κόστος των καυσίμων στην Ελλάδα αποτελεί καθαρά θέμα πολιτικής απόφασης του κράτους, όπως εξήγησε ο κ. Αληγιζάκης, ενώ υπογράμμισε υπάρχει κίνδυνος για μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων εάν από το 2027 εφαρμοστεί η πολιτική της ΕΕ που αφορά στα Συστήματα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών.
Γιατί αναμένονται αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων από το 2027 – Πόσο μεγάλες θα είναι οι ανατιμήσεις
Η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ και η απόφαση της στο ΣΕΔΕ II (Συστήματα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών) που αφορά την επίτευξη των στόχων μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα και επιβαρύνει από την 1η Ιανουαρίου του 2027, το κόστος όλων των ορυκτών καυσίμων που αφορούν οδικές μεταφορές, θέρμανση και μικρές – μεσαίες βιομηχανίες, με ένα ποσό περίπου 45 ευρώ (το οποίο αποτελεί την σημερινή εκτίμηση της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπών) αναμένεται να οδηγήσει σε ανατιμήσεις στα καύσιμα.
Παρά το γεγονός ότι η πράσινη μετάβαση και το ΕΣΕΚ υιοθετούν πολιτικές για τη μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, αυτό φαίνεται να συντελείται άτακτα, με τρόπο ζημιογόνο για τους καταναλωτές (και τους Έλληνες καταναλωτές) αλλά και για τις εταιρείες του κλάδου.
«Τα καύσιμα στην Ελλάδα που είναι ήδη επιβαρυμένα με τους υψηλότερους φόρους στην Ε.Ε. και δασμούς που αποτελούν το 60% της αξίας, θα επιβαρυνθούν με ένα ακόμα υψηλό ποσό που θα επιβαρύνει τον Έλληνα καταναλωτή, αλλά θα μειώσει και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας», όπως εκτίμησε ο κ. Αληγιζάκης. Αναλύοντας περαιτέρω σημείωσε ότι θα πρέπει να εξεταστεί πόσο θα επηρεαστούν οι ελληνικές εξαγωγές και πόσο θα επιβαρυνθεί ο Έλληνας καταναλωτής εάν σημειωθεί μια αύξηση 120 ευρώ στο DK από 1-1-2027. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το κόστος για τους καταναλωτές θα είναι 800 εκατ. ευρώ ετησίως, με την αύξηση στη βενζίνη εκτιμάται στα 102 ευρώ το κυβικό μέτρο, για το diesel κίνησης στα 113 ευρώ και για το μαζούτ στα 140 ευρώ.
Στο ίδιο πλαίσιο, με βάση τους στόχους που έχει αναλάβει το ελληνικό κράτος μέσω του ΕΣΕΚ για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, μέσω της μείωσης της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, οι εταιρείες εμπορίας θα κληθούν να πληρώνουν πρόστιμο συνολικού ύψους για τον κλάδο της τάξης των 50 εκατομμυρίων ετησίως, διότι είναι ανέφικτο να προχωρήσουν σε ενέργειες που θα μειώσουν την κατανάλωση μιας αγοράς που ούτως η αλλιώς, θα μειώνεται στα επόμενα χρόνια.
«Η ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. στοχεύει σε μια υπερβολικά ταχεία και ανοργάνωτη, πράσινη μετάβαση που τελικά και δεν θα λύσει τα προβλήματα και θα δημιουργήσει νέα. Εν` όψει ενός ολοένα και πιο ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος, επιβάλλεται η αναθεώρηση της σημερινής ενεργειακής πολιτικής που ακολουθεί η Ε.Ε. με επανακαθορισμό των στόχων για την σύνθεση του ενεργειακού μίγματος. Η πράσινη στροφή της Ευρώπης πρέπει να γίνει με σύνεση, λογική και κυρίως με γνώμονα την βιωσιμότητα των εταιριών που θα κληθούν να την υλοποιήσουν», τόνισε ο κ. Αληγιζάκης.